- πασιτείνουσα
- η(συγκ.) ονομασία που δόθηκε από λογίους τής εποχής στο πρώτο, στην Ελλάδα, ιπποκίνητο λεωφορείο το οποίο το 1831 εξυπηρετούσε τη συγκοινωνία Ναυπλίου - Άργους.[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι τού πᾱς + τείνουσα, μτχ. τού τείνω].
Dictionary of Greek. 2013.